Έκρηξη - meaning and definition. What is Έκρηξη
Diclib.com
Online Dictionary

What (who) is Έκρηξη - definition


Έκρηξη         
Έκρηξη είναι η απότομη μεταβολή (κατά κύριο λόγο αύξηση) του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη στον χώρο που συνεπάγεται απότομη απελευθέρωση ενέργειας και συνοδεύεται ενίοτε από παραγωγή θερμότητας και αερίων. Η απότομη μεταβολή του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη προκαλεί απότομα διαφορά πίεσης στον περιβάλλοντα χώρο και αυτή η διαφορά μεταφέρεται στην περιρρέουσα ύλη με τη μορφή ωστικού κύματος, γι' αυτό και μια έκρηξη μπορεί να είναι καταστροφική.
Μινωική έκρηξη         
  • ελαφρόπετρας]] από πρώιμη φάση της Μινωικής έκρηξης
  • Ακρωτήρι]]
  • Η καλδέρα της Σαντορίνης. Αεροφωτογραφία.
  • Η καλδέρα της Σαντορίνης. 3D αναπαράσταση
| τοποθεσία = Σαντορίνη,
Έκρηξη στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης»         
  • Γκράφιτι στη Λευκωσία συνδέει τον Δημήτρη Χριστόφια με την καταστροφή στο Μαρί
Η έκρηξη στο Μαρί σημειώθηκε την 11η Ιουλίου 2011 στην ναυτική βάση της «Ευάγγελος Φλωράκης», η οποία βρίσκεται στο Μαρί στην Κύπρο. Η έκρηξη σημειώθηκε σε εμπορευματοκιβώτια με πολεμικό υλικό, τα οποία είχαν κατασχεθεί από πλοίο το 2009 και φυλάγονταν στην ναυτική βάση. Από την έκρηξη 13 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και 63 τραυματίστηκαν ενώ καταστράφηκε και ο γειτονικός ηλεκτροπαραγωγός σταθμός. Η οικονομική επιβάρυνση στην Κύπρο ήταν αρκετά σημαντική. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών ο τότε υπουργός Άμυνας Κώστας Παπακώστας, ενώ ο Έλληνας αρχηγός Εθνικής Φ�